-
1 ἱστίον
1 sailἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.92
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.293
ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου N. 5.51
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
-
2 ὥσπερ
1 just asa c. ind. “τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” I. 6.47b c. subs. τόθι λύτρον συμφορᾶς Τλαπολέμῳ ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις (in formula sacrali, Schr.) O. 7.79 ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν ( ὥστε codd. plerique) P. 1.91 -
3 κυβερνάτας
1 steersmanἐξίει δ' ὥσπερ κυβεράτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.91
-
4 ἀνεμόεις
1 windyΑἴτναν ἶπον ἀνεμόεσσαν Τυφῶνος ὀβρίμου O. 4.7
ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (pr., i. e. to the wind) P. 1.92 -
5 ἐξίημι
1 loose ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν i. e. the sails of generosity P. 1.91
См. также в других словарях:
εξίημι — ἐξίημι (Α) [ίημι] Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τόν αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ. β. «ἐξίει δ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί … Dictionary of Greek